ροχάλισμα

ροχάλισμα
[рохализма] ουσ ο хрипенье.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ροχάλισμα" в других словарях:

  • ροχάλισμα — το / ῥογχάλισμα, ΝΑ [ροχαλίζω / ῥογχαλίζω] το ροχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ρογχάλισμα — το, Α βλ. ροχάλισμα …   Dictionary of Greek

  • ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρόγχος — και ρόχος, ο, Ν [ρέγχω] 1. ροχαλητό, ροχάλισμα 2. ιατρ. στον πληθ. οι ρόγχοι χαρακτηρισμός τών πρόσθετων παθολογικών ήχων που παράγονται κατά την ακρόαση τών πνευμόνων σε ασθενείς με χρόνιες ή οξείες πνευμονικές παθήσεις 3. (φρ) «επιθανάτιος… …   Dictionary of Greek

  • φυσιασμός — ὁ, Α ρουθούνισμα, ροχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιῶ + κατάλ. ασμός (< ρ. σε άζω), πρβλ. σπ ασμός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»